ψόφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψόφος | οι | ψόφοι |
γενική | του | ψόφου | των | ψόφων |
αιτιατική | τον | ψόφο | τους | ψόφους |
κλητική | ψόφε | ψόφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψόφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψόφος (θόρυβος). Η σημασία από τη μεσαιωνική.[1] Δείτε και ψοφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψόφος αρσενικό
- ο θάνατος
- κακό ψόφο να 'χει (βρισιά)
- το πολύ κρύο, το ψοφόκρυο
- έκανε ψόφο χτες το βράδυ
- (ιδιωματικό) ζώο που είναι ανυπάκουο ή ενοχλητικό [2]
Εκφράσεις
επεξεργασία- (που) κακό ψόφο να 'χεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψόφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 464.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψόφος | οἱ | ψόφοι |
γενική | τοῦ | ψόφου | τῶν | ψόφων |
δοτική | τῷ | ψόφῳ | τοῖς | ψόφοις |
αιτιατική | τὸν | ψόφον | τοὺς | ψόφους |
κλητική ὦ! | ψόφε | ψόφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψόφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψόφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψόφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψόφος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ψόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.