Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελλοθάνατος η μελλοθάνατη το μελλοθάνατο
      γενική του μελλοθάνατου της μελλοθάνατης του μελλοθάνατου
    αιτιατική τον μελλοθάνατο τη μελλοθάνατη το μελλοθάνατο
     κλητική μελλοθάνατε μελλοθάνατη μελλοθάνατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελλοθάνατοι οι μελλοθάνατες τα μελλοθάνατα
      γενική των μελλοθάνατων των μελλοθάνατων των μελλοθάνατων
    αιτιατική τους μελλοθάνατους τις μελλοθάνατες τα μελλοθάνατα
     κλητική μελλοθάνατοι μελλοθάνατες μελλοθάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελλοθάνατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μελλοθάνατος (που θα πεθάνει σύντομα), σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική moriturus [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.loˈθa.na.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελ‐λο‐θά‐να‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

μελλοθάνατος, -η, -ο (επίθετο,[2] ή ως ουσιαστικό)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (ως ουσιαστικό)μελλοθάνατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελλοθάνατος τὸ μελλοθάνατον
      γενική τοῦ/τῆς μελλοθανάτου τοῦ μελλοθανάτου
      δοτική τῷ/τῇ μελλοθανάτ τῷ μελλοθανάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελλοθάνατον τὸ μελλοθάνατον
     κλητική ! μελλοθάνατε μελλοθάνατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελλοθάνατοι τὰ μελλοθάνατ
      γενική τῶν μελλοθανάτων τῶν μελλοθανάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελλοθανάτοις τοῖς μελλοθανάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελλοθανάτους τὰ μελλοθάνατ
     κλητική ! μελλοθάνατοι μελλοθάνατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελλοθανάτω τὼ μελλοθανάτω
      γεν-δοτ τοῖν μελλοθανάτοιν τοῖν μελλοθανάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελλοθάνατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μελλοθάνατος, -η, -ον

  • που κοντεύει να πεθάνει, που σύντομα θα πεθάνει

  Πηγές επεξεργασία