Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θανατοφιλία οι θανατοφιλίες
      γενική της θανατοφιλίας των θανατοφιλιών
    αιτιατική τη θανατοφιλία τις θανατοφιλίες
     κλητική θανατοφιλία θανατοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θανατοφιλία < θάνατος + -φιλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θανατοφιλία θηλυκό

  • η ενδόμυχη τάση ενός ατόμου να έλκεται από το θάνατο καιοτιδήποτε σχετικό με αυτόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία