επιθανάτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθανάτιος < ελληνιστική κοινή ἐπιθανάτιος < αρχαία ελληνική θάνατος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.θaˈna.ti.os/
Επίθετο
επεξεργασίαεπιθανάτιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θάνατος