μεταθανάτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμεταθανάτιος -α/-ος -ο
- μετά το θάνατο
- μεταθανάτια ζωή
- για κάτι που συμβαίνει μετά τον θάνατο κάποιου· μετά θάνατον
- το έργο του Βαν Γκογκ γνώρισε μεταθανάτια αναγνώριση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετά το θάνατο