↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχυθάνατος η ταχυθάνατη το ταχυθάνατο
      γενική του ταχυθάνατου της ταχυθάνατης του ταχυθάνατου
    αιτιατική τον ταχυθάνατο την ταχυθάνατη το ταχυθάνατο
     κλητική ταχυθάνατε ταχυθάνατη ταχυθάνατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχυθάνατοι οι ταχυθάνατες τα ταχυθάνατα
      γενική των ταχυθάνατων των ταχυθάνατων των ταχυθάνατων
    αιτιατική τους ταχυθάνατους τις ταχυθάνατες τα ταχυθάνατα
     κλητική ταχυθάνατοι ταχυθάνατες ταχυθάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυθάνατος < ελληνιστική κοινή τᾰχῠθᾰ́νᾰτος[1] < αρχαία ελληνική ταχύς + θάνατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ταχυθάνατος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ταχυθάνατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.