ταχυθάνατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυθάνατος < ελληνιστική κοινή τᾰχῠθᾰ́νᾰτος[1] < αρχαία ελληνική ταχύς + θάνατος
Επίθετο
επεξεργασίαταχυθάνατος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυθάνατος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ταχυθάνατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.