βραχύβιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βραχύβιος < αρχαία ελληνική βραχύβιος < βραχύς + βίος
Επίθετο
επεξεργασία
βραχύβιος, -α, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραχύβιος