λιγοζώητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγοζώητος < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγοζώητος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ζωή
Επίθετο επεξεργασία
λιγοζώητος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγοζώητος
|