get lost
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαget lost (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) άι να χαθείς!, ένας αγενής τρόπος να πω σε κάποιον να φύγει ή να αρνηθώ κάτι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | get lost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets lost |
αόριστος | got lost |
παθητική μετοχή | got lost, gotten lost |
ενεργητική μετοχή | getting lost |
gotten lost (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό) |
get lost (en)