Ετυμολογία

επεξεργασία
get lost < → δείτε τις λέξεις get και lost

  Έκφραση

επεξεργασία

get lost (en)

ενεστώτας get lost
γ΄ ενικό ενεστώτα gets lost
αόριστος got lost
παθητική μετοχή got lost, gotten lost
ενεργητική μετοχή getting lost
gotten lost (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό)

get lost (en)