Ετυμολογία

επεξεργασία
lose it <  δείτε τις λέξεις lose και it

lose it (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) τα παίρνω, δεν μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματα ή τη συμπεριφορά μου γιατί εκνευρίζομαι.
      If he kept talking, I would lose it.
    Αν συνέχιζε να μιλάει, θα τα έπαιρνα.