lose it
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
lose it (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) τα παίρνω, δεν μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματα ή τη συμπεριφορά μου γιατί εκνευρίζομαι.
- ⮡ If he kept talking, I would lose it.
- Αν συνέχιζε να μιλάει, θα τα έπαιρνα.
- ⮡ If he kept talking, I would lose it.