Ετυμολογία

επεξεργασία
at a loss < → δείτε τις λέξεις at, a και loss

  Έκφραση

επεξεργασία

at a loss (en)

  • (ιδιωματισμός) βρίσκομαι σε απορία, δεν ξέρω τι να πω ή να κάνω
    ⮡  He was at a loss what to do.
    Βρισκόταν σ' απορία για το τι να κάνει.