Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σμικρός

  Επίθετο επεξεργασία

σμικρός

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
σμῑκρο-
ονομαστική σμικρός σμικρᾱ́ τὸ σμικρόν
      γενική τοῦ σμικροῦ τῆς σμικρᾶς τοῦ σμικροῦ
      δοτική τῷ σμικρ τῇ σμικρ τῷ σμικρ
    αιτιατική τὸν σμικρόν τὴν σμικρᾱ́ν τὸ σμικρόν
     κλητική ! σμικρέ σμικρᾱ́ σμικρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σμικροί αἱ σμικραί τὰ σμικρᾰ́
      γενική τῶν σμικρῶν τῶν σμικρῶν τῶν σμικρῶν
      δοτική τοῖς σμικροῖς ταῖς σμικραῖς τοῖς σμικροῖς
    αιτιατική τοὺς σμικρούς τὰς σμικρᾱ́ς τὰ σμικρᾰ́
     κλητική ! σμικροί σμικραί σμικρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σμικρώ τὼ σμικρᾱ́ τὼ σμικρώ
      γεν-δοτ τοῖν σμικροῖν τοῖν σμικραῖν τοῖν σμικροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

σμικρός, -ά, -όν

  • ιωνικός & αττικός τύπος του μικρός
    ※  5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Σοφιστής, 218e @scaife.perseus
    Τί δῆτα προταξαίμεθ' ἂν εὔγνωστον μὲν καὶ σμικρόν, λόγον δὲ μηδενὸς ἐλάττονα ἔχον τῶν μειζόνων;
    Θέλεις λοιπόν να προτάξωμεν ένα ευνόητον και μικρόν ζήτημα, το οποίον όμως δεν έχει μικρότερον ορισμόν από κανέν από τα δύσκολα;
    Μετάφραση (1910): Κυριάκος Ζάμπας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία