σμικρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σμικρύνω < ελληνιστική κοινή σμικρύνω < σμικρός < αρχαία ελληνική μικρός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zmiˈkɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμι‐κρύ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασμικρύνω (παθητική φωνή: σμικρύνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμίκρυντος / ασμίκρυντος
- σμίκρυνση
- σμικρυντικός
- σμικρυσμένος / σμικρυμένος
- → δείτε τις λέξεις μικραίνω και μικρός