↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμικρυντικός η σμικρυντική το σμικρυντικό
      γενική του σμικρυντικού της σμικρυντικής του σμικρυντικού
    αιτιατική τον σμικρυντικό τη σμικρυντική το σμικρυντικό
     κλητική σμικρυντικέ σμικρυντική σμικρυντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμικρυντικοί οι σμικρυντικές τα σμικρυντικά
      γενική των σμικρυντικών των σμικρυντικών των σμικρυντικών
    αιτιατική τους σμικρυντικούς τις σμικρυντικές τα σμικρυντικά
     κλητική σμικρυντικοί σμικρυντικές σμικρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σμικρυντικός < (μαρτυρείται από το 1861)

  Επίθετο

επεξεργασία

σμικρυντικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία