Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σμικρυντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σμικρυντικ
ός
η
σμικρυντικ
ή
το
σμικρυντικ
ό
γενική
του
σμικρυντικ
ού
της
σμικρυντικ
ής
του
σμικρυντικ
ού
αιτιατική
τον
σμικρυντικ
ό
τη
σμικρυντικ
ή
το
σμικρυντικ
ό
κλητική
σμικρυντικ
έ
σμικρυντικ
ή
σμικρυντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σμικρυντικ
οί
οι
σμικρυντικ
ές
τα
σμικρυντικ
ά
γενική
των
σμικρυντικ
ών
των
σμικρυντικ
ών
των
σμικρυντικ
ών
αιτιατική
τους
σμικρυντικ
ούς
τις
σμικρυντικ
ές
τα
σμικρυντικ
ά
κλητική
σμικρυντικ
οί
σμικρυντικ
ές
σμικρυντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σμικρυντικός
< (
μαρτυρείται από το 1861
)
Επίθετο
επεξεργασία
σμικρυντικός
που αναφέρεται ή σχετίζεται με τη
σμίκρυνση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σμικρυντικός