σμικρυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασμικρυσμένος[1]
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σμικρύνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σμικρυσμένος
- ↑ αμίκρυντος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας