→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἥττων τὸ ἧττον
      γενική τοῦ/τῆς ἥττονος τοῦ ἥττονος
      δοτική τῷ/τῇ ἥττον τῷ ἥττον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἥττον - ἥττω τὸ ἧττον
     κλητική ! ἧττον ἧττον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἥττονες - ἥττους τὰ ἥττον - ἥττω
      γενική τῶν ἡττόνων τῶν ἡττόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἥττοσῐ(ν) τοῖς ἥττοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἥττονᾰς - ἥττους τὰ ἥττον - ἥττω
     κλητική ! ἥττονες - ἥττους ἥττον - ἥττω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἥττονε τὼ ἥττονε
      γεν-δοτ τοῖν ἡττόνοιν τοῖν ἡττόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

ἥττων, -ων, ἧττον

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία