→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κρείττων τὸ κρεῖττον
      γενική τοῦ/τῆς κρείττονος τοῦ κρείττονος
      δοτική τῷ/τῇ κρείττον τῷ κρείττον
    αιτιατική τὸν/τὴν κρείττον - κρείττω τὸ κρεῖττον
     κλητική ! κρεῖττον κρεῖττον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κρείττονες - κρείττους τὰ κρείττον - κρείττω
      γενική τῶν κρειττόνων τῶν κρειττόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς κρείττοσῐ(ν) τοῖς κρείττοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς κρείττονᾰς - κρείττους τὰ κρείττον - κρείττω
     κλητική ! κρείττονες - κρείττους κρείττον - κρείττω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρείττονε τὼ κρείττονε
      γεν-δοτ τοῖν κρειττόνοιν τοῖν κρειττόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

κρείττων