moro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- moro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moro | moroj |
αιτιατική | moron | morojn |
moro (eo)
- το έθιμο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | moro | moroj |
αιτιατική | moron | morojn |
moro (eo)