mere
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | mere |
συγκριτικός | |
υπερθετικός | merest |
Επίθετο
επεξεργασίαmere (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- απλός, μόνος, δεν…παρά μόνο, χρησιμοποιείται όταν θέλει να τονίσει πόσο μικρό, ασήμαντο κτλ. είναι κάποιος ή κάτι
- ⮡ It’s a mere coincidence.
- Είναι απλή σύμπτωση.
- ⮡ He is a mere worker.
- Είναι απλός εργάτης.
- ⮡ A mere word will do.
- Μια μόνη λέξη αρκεί.
- ⮡ There was a mere chance.
- Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
- ⮡ It’s a mere coincidence.
- και μόνο που, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι παρόν σε μια κατάσταση είναι αρκετό για να επηρεάσει αυτή την κατάσταση
- ⮡ The mere thought of it makes me shudder.
- Και μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω.
- ⮡ The mere thought of it makes me shudder.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- mere - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 96, 561. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλός, μόνο(ν)