παραθετικά
θετικός mere
συγκριτικός
υπερθετικός merest

  Επίθετο

επεξεργασία

mere (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. απλός, μόνος, δεν…παρά μόνο, χρησιμοποιείται όταν θέλει να τονίσει πόσο μικρό, ασήμαντο κτλ. είναι κάποιος ή κάτι
    ⮡  It’s a mere coincidence.
    Είναι απλή σύμπτωση.
    ⮡  He is a mere worker.
    Είναι απλός εργάτης.
    ⮡  A mere word will do.
    Μια μόνη λέξη αρκεί.
    ⮡  There was a mere chance.
    Δεν ήταν παρά μόνο τύχη.
  2. και μόνο που, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι παρόν σε μια κατάσταση είναι αρκετό για να επηρεάσει αυτή την κατάσταση
    ⮡  The mere thought of it makes me shudder.
    Και μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω.