γένυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
γενῠ- | |||||
ονομαστική | ἡ | γένυς | αἱ | γένυες | |
γενική | τῆς | γένυος | τῶν | γενύων | |
δοτική | τῇ | γένυῐ̈ | ταῖς | γένυσῐ(ν) & γενύεσσι(ν), γένυσσι επικοί | |
αιτιατική | τὴν | γένυν | τὰς | γένυς & γένυας,(συνηρημένο: γένῡς) | |
κλητική ὦ! | γένυ | γένυες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γένυε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | γενύοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γένυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵénu-, *ǵénus (μάγουλο, σαγόνι, πιγούνι)∙ συγγενές των γένειον και γενειάς, και γενηίς και γνάθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένυς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- γένυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.