sector
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sector | sectors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsector (es)
- ο τομέας
- ⮡ She works in the finance sector.
- Εργάζεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών.
- ⮡ She works in the finance sector.
- (υλικό υπολογιστή) ο τομέας μαγνητικού ή οπτικού δίσκου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)
Πηγές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
sector | sectors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsector (es) αρσενικό
- ο τομέας