ενικός         πληθυντικός  
sector sectors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sector (es)

  1. ο τομέας
    ⮡  She works in the finance sector.
    Εργάζεται στον τομέα των χρηματοοικονομικών.
  2. (υλικό υπολογιστή) ο τομέας μαγνητικού ή οπτικού δίσκου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

(πληροφορική)



ενικός πληθυντικός
sector sectors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sector (es) αρσενικό

  1. ο τομέας