βιβλιοθηκονόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιβλιοθηκονόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιβλιοθηκονόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός/αυτή που έχει σπουδάσει βιβλιοθηκονομία και διαχειρίζεται βιβλιοθήκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιοθηκονόμος