βιβλιοθηκονομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιβλιοθηκονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική bibliothéconomie < ελληνιστική κοινή βιβλιοθήκ(η) + -ο- + -nomie < -νομία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιβλιοθηκονομία θηλυκό
- η επιστήμη της ταξινόμησης των βιβλίων και της διαχείρισης βιβλιοθηκών
Συγγενικά επεξεργασία
- βιβλιοθηκάριος
- βιβλιοθηκονόμος
- → και δείτε τις λέξεις βιβλίο και οικονομία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρχειονομία
- DDC (Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Ντιούι)
- LCC (Σύστημα Ταξινόμησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιβλιοθηκονομία