Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταξινομημένος η ταξινομημένη το ταξινομημένο
      γενική του ταξινομημένου της ταξινομημένης του ταξινομημένου
    αιτιατική τον ταξινομημένο την ταξινομημένη το ταξινομημένο
     κλητική ταξινομημένε ταξινομημένη ταξινομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταξινομημένοι οι ταξινομημένες τα ταξινομημένα
      γενική των ταξινομημένων των ταξινομημένων των ταξινομημένων
    αιτιατική τους ταξινομημένους τις ταξινομημένες τα ταξινομημένα
     κλητική ταξινομημένοι ταξινομημένες ταξινομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξινομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταξινομώ

  Μετοχή επεξεργασία

ταξινομημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία