every (en)

  • κάθε, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά ενικού για να αναφέρεται σε όλα τα μέλη μιας ομάδας πραγμάτων ή ανθρώπων
    ⮡  every ten days - κάθε δέκα μέρες
    ⮡  in every way - με κάθε τρόπο
    ⮡  his every movement - η κάθε του κίνηση
    ⮡  Every man is born free.
    Κάθε άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος.
     συνώνυμα: each

Συγγενικά

επεξεργασία