appeal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
appeal | appeals |
appeal (en)
- (νομικός όρος) η έφεση
- ⮡ She made an appeal to a higher court.
- Έκανε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο.
- ⮡ She made an appeal to a higher court.
- η ένσταση κατά μιας διοικητικής απόφασης
- in an administrative appeal the correctness of the decision itself will be examined, usually by a higher body in the agency (από το λήμμα Administrative_law της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας)
- η έκκληση, η προσφυγή
- η ελκυστικότητα, η γοητεία, η έλξη, κάτι που κινεί το ενδιαφέρον
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | appeal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | appeals |
αόριστος | appealed |
παθητική μετοχή | appealed |
ενεργητική μετοχή | appealing |
appeal (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, νομικός όρος) εφεσιβάλλω, κάνω έφεση
- ⮡ We will be appealing the decision.
- Θα εφεσιβάλλουμε την απόφαση.
- ⮡ We will be appealing the decision.
- κάνω ένσταση κατά μιας απόφασης
- κάνω έκκληση
- ελκύω
Πηγές
επεξεργασία- appeal (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- appeal (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 348. ISBN 9780194325684., λήμμα: έφεση, εφεσιβάλλω