Ουσιαστικό

επεξεργασία

objection (en)

  1. η αντίρρηση
  2. (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
objection objections

objection (fr) θηλυκό

  1. η αντίρρηση
  2. (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)