Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαδικαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαδικαστικ
ός
η
διαδικαστικ
ή
το
διαδικαστικ
ό
γενική
του
διαδικαστικ
ού
της
διαδικαστικ
ής
του
διαδικαστικ
ού
αιτιατική
τον
διαδικαστικ
ό
τη
διαδικαστικ
ή
το
διαδικαστικ
ό
κλητική
διαδικαστικ
έ
διαδικαστικ
ή
διαδικαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαδικαστικ
οί
οι
διαδικαστικ
ές
τα
διαδικαστικ
ά
γενική
των
διαδικαστικ
ών
των
διαδικαστικ
ών
των
διαδικαστικ
ών
αιτιατική
τους
διαδικαστικ
ούς
τις
διαδικαστικ
ές
τα
διαδικαστικ
ά
κλητική
διαδικαστικ
οί
διαδικαστικ
ές
διαδικαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαδικαστικός
<
διαδικάζω
Επίθετο
επεξεργασία
διαδικαστικός, -ή, -ό
σχετικός με μια
διαδικασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαδικαστικός
αγγλικά
:
procedural
(en)
γαλλικά
:
procédural
(fr)