ανταγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανταγωγή < αντ(ι)- + αγωγή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconvention)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανταγωγή θηλυκό
- (νομικός όρος) αγωγή του εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, επίκληση δικαιώματος του εναγόμενου για δικαστική προστασία έναντι του αντίδικου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανταγωγή