άγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άγομαι < αρχαία ελληνική ἄγομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
άγομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος άγω: οδηγούμαι, στην έκφραση
- άγομαι και φέρομαι: δεν έχω δική μου βούληση, με κατευθύνουν οι άλλοι