περιάγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
περιάγω
Παράγωγα επεξεργασία
- περιαγωγή, η πράξη και το αποτέλεσμα του περιαγάγω
Συνώνυμα επεξεργασία
εκφράσεις επεξεργασία
- «περιάγει πανταχού την αναφορά προς υπογραφήν»
- «η χαρτοπαιξία περιήγαγεν αυτόν εις εσχάτην ένδειαν»
- «περιήχθην εις αδιέξοδον»
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιάγω
|