Ετυμολογία

επεξεργασία
περιάγω < περί + άγω

περιάγω

Παράγωγα

επεξεργασία
  • περιαγωγή, η πράξη και το αποτέλεσμα του περιαγάγω

Συνώνυμα

επεξεργασία

εκφράσεις

επεξεργασία
  • «περιάγει πανταχού την αναφορά προς υπογραφήν»
  • «η χαρτοπαιξία περιήγαγεν αυτόν εις εσχάτην ένδειαν»
  • «περιήχθην εις αδιέξοδον»

  Μεταφράσεις

επεξεργασία