Δείτε επίσης: σκληραγωγῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληραγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληραγωγῶ, συνηρημένος τύπος του σκληραγωγέω < αρχαία ελληνική σκληρός + ἄγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /skli.ɾa.ɣoˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλη‐ρα‐γω‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

σκληραγωγώ, αόρ.: σκληραγώγησα, παθ.φωνή: σκληραγωγούμαι, π.αόρ.: σκληραγωγήθηκα, μτχ.π.π.: σκληραγωγημένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία