σκληραγώγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκληραγώγηση | οι | σκληραγωγήσεις |
γενική | της | σκληραγώγησης* | των | σκληραγωγήσεων |
αιτιατική | τη | σκληραγώγηση | τις | σκληραγωγήσεις |
κλητική | σκληραγώγηση | σκληραγωγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκληραγωγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληραγώγηση < σκληραγωγώ + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκληραγώγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σκληραγωγώ, σκληρός και άγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκληραγώγηση