σκληραγωγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασκληραγωγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκληραγωγώ
- θα σκληραγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκληραγωγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασκληραγωγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκληραγώγηση