σκληραγωγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληραγωγία < (ελληνιστική κοινή) σκληραγωγία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκληραγωγία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σκληραγωγώ, σκληρός και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκληραγωγία
|