σκληραγωγέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκληραγωγέω < αρχαία ελληνική σκληρός + ἄγω
Ρήμα επεξεργασία
σκληραγωγέω
- (ελληνιστική κοινή) σκληραγωγώ, εκπαιδεύω κάποιον σκληρά, για ν’ αντέχει σε κακουχίες, πόνους κ.λπ.
- (ελληνιστική κοινή) κάνω (το ύφος ενός κειμένου) πιο «τραχύ», εκτραχύνω