ανάγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάγω < ἀνάγω < ανά + άγω
Ρήμα
επεξεργασίαανάγω
- αναβιβάζω
- αλλάζω έναν υπολογισμό με έναν ισοδύναμο ή πιο εύκολο, απλούστερο από την αρχική του μορφή
- βρίσκω την αιτία για κάτι
- προσδιορίζω χρονικά την προέλευση ή την καταγωγή
Συγγενικά
επεξεργασία- ανάγομαι (ξανοίγομαι στο πέλαγος, στο βάθος της θάλασσας)
- αναγωγή
- αναγωγικός
- ανάγωγος (που δύσκολα οδηγείται, πλάθεται σε έναν τροπο διαπαιδαγώγησης)