Δείτε επίσης: ἀναγωγικός, αναγώγιμος, αναγωγιστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγωγικός η αναγωγική το αναγωγικό
      γενική του αναγωγικού της αναγωγικής του αναγωγικού
    αιτιατική τον αναγωγικό την αναγωγική το αναγωγικό
     κλητική αναγωγικέ αναγωγική αναγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγωγικοί οι αναγωγικές τα αναγωγικά
      γενική των αναγωγικών των αναγωγικών των αναγωγικών
    αιτιατική τους αναγωγικούς τις αναγωγικές τα αναγωγικά
     κλητική αναγωγικοί αναγωγικές αναγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγωγικός < (ελληνιστική κοινήἀναγωγικός < ἀνάγω < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ-

  Επίθετο επεξεργασία

αναγωγικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αναγωγή, αναφέρεται σ’ αυτή ή είναι κατάλληλος γι’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία