συνάγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνάγω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + άγω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siˈna.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νά‐γω
Ρήμα
επεξεργασίασυνάγω
- συγκεντρώνω
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- συνδέω, συνενώνω
- (για συμπέρασμα) βγάζω, εξάγω (αφού μάζεψα όλα τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτό), προκύπτει
- συνάγεται το συμπέρασμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνάγω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνάγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνάγω
Πηγές
επεξεργασία- συνάγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνάγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.