Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνάγω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + άγω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈna.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νά‐γω

  Ρήμα επεξεργασία

συνάγω

  1. συγκεντρώνω
  2. μαζεύω, συγκεντρώνω
  3. συνδέω, συνενώνω
  4. (για συμπέρασμα) βγάζω, εξάγω (αφού μάζεψα όλα τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτό), προκύπτει
    συνάγεται το συμπέρασμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνάγω < συν- + ἄγω

  Ρήμα επεξεργασία

συνάγω

  1. συγκεντρώνω, συλλέγω
  2. ξεκινώ μάχη
  3. ενώνω
  4. δέχομαι στην οικία μου

  Πηγές επεξεργασία