Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας extrapolate
γ΄ ενικό ενεστώτα extrapolates
αόριστος extrapolated
παθητική μετοχή extrapolated
ενεργητική μετοχή extrapolating

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɪksˈtræpəleɪt/

  Ρήμα επεξεργασία

extrapolate (en)

Μερώνυμα επεξεργασία