συνηγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνάγω
Μετοχή επεξεργασία
συνηγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συνάγω, συσσωρευμένος
- ἐκ τῆς συνηγμένης θλίψεως
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνηγμένος
|