Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συσσωρευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συσσωρευμέν
ος
η
συσσωρευμέν
η
το
συσσωρευμέν
ο
γενική
του
συσσωρευμέν
ου
της
συσσωρευμέν
ης
του
συσσωρευμέν
ου
αιτιατική
τον
συσσωρευμέν
ο
τη
συσσωρευμέν
η
το
συσσωρευμέν
ο
κλητική
συσσωρευμέν
ε
συσσωρευμέν
η
συσσωρευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συσσωρευμέν
οι
οι
συσσωρευμέν
ες
τα
συσσωρευμέν
α
γενική
των
συσσωρευμέν
ων
των
συσσωρευμέν
ων
των
συσσωρευμέν
ων
αιτιατική
τους
συσσωρευμέν
ους
τις
συσσωρευμέν
ες
τα
συσσωρευμέν
α
κλητική
συσσωρευμέν
οι
συσσωρευμέν
ες
συσσωρευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συσσωρευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συσσωρεύω
Μετοχή
επεξεργασία
συσσωρευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
συσσωρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συσσωρευμένος
γαλλικά
:
entassé
(fr)
,
accumulé
(fr)