ἀπαράμιλλος
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀπαράμιλλος | τὸ ἀπαράμιλλον | οἱ, αἱ ἀπαράμιλλοι | τὰ ἀπαράμιλλα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀπαραμίλλου | τοῦ ἀπαραμίλλου | τῶν ἀπαραμίλλων | τῶν ἀπαραμίλλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀπαραμίλλῳ | τῷ ἀπαραμίλλῳ | τοῖς, ταῖς ἀπαραμίλλοις | τοῖς ἀπαραμίλλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀπαράμιλλον | τὸ ἀπαράμιλλον | τοὺς, τὰς ἀπαραμίλλους | τὰ ἀπαράμιλλα |
Κλητική | ἀπαράμιλλε | ἀπαράμιλλον | ἀπαράμιλλοι | ἀπαράμιλλα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀπαραμίλλω | |||
Γενική-Δοτική | ἀπαραμίλλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπαράμιλλος < αρχαία ελληνική ἀ- + αρχαία ελληνική παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα
Επίθετο
επεξεργασίαἀπαράμιλλος