Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ παράμιλλος τὸ παράμιλλον οἱ, αἱ παράμιλλοι τὰ παράμιλλα
Γενική τοῦ, τῆς παραμίλλου τοῦ παραμίλλου τῶν παραμίλλων τῶν παραμίλλων
Δοτική τῷ, τῇ παραμίλλῳ τῷ παραμίλλῳ τοῖς, ταῖς παραμίλλοις τοῖς παραμίλλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν παράμιλλον τὸ παράμιλλον τοὺς, τὰς παραμίλλους τὰ παράμιλλα
Κλητική παράμιλλε παράμιλλον παράμιλλοι παράμιλλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική παραμίλλω
Γενική-Δοτική παραμίλλοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράμιλλος < παρά + ἅμιλλα + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

παράμιλλος

  1. ασυναγώνιστος
    ὡς ἐπ' ἀληθείας ἐκρίθην ἀφεθεὶς παράμιλλος (Παυσανίας Αττικός, Αττικών ονομάτων συναγωγή, σ, 6, 7)