Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unequalled
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
unequalled
<
un-
+
equalled
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʌnˈiː.kwəlt
/
Επίθετο
επεξεργασία
unequalled
(en)
ασυναγώνιστος
,
απαράμιλλος
,
ασύγκριτος
≈
συνώνυμα
:
unmatched
his heroism is
unequalled
- ο ηρωισμός του είναι
απαράμιλλος