Ετυμολογία

επεξεργασία
unmatched < un- + matched

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʌnˈmætʃt/

  Επίθετο

επεξεργασία

unmatched (en)

  1. (για πράγματα) αταίριαστος, παράταιρος, ασυνδύαστος
     συνώνυμα: odd, ill-matched
    he had a drawer full of unmatched socks - είχε ένα συρτάρι γεμάτο με αταίριαστες κάλτσες
  2. ασυναγώνιστος, απαράμιλλος, ασύγκριτος
     συνώνυμα: unequalled, unrivalled, superior,
    she's unmatched in elegance - είναι ασυναγώνιστη στην κομψότητα