απαράβαλτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απαράβαλτος
- (παρωχημένο) απαράμιλλος
- «Κι ο τρίτος ο απαράβαλτος, ολάκριβος της Φήμης, / ο ατρόμητος κυβερνήτης, ο Μέγας Καππαδόκης, / του Χαλεπιού ο πολέμαρχος, των Άδανων ο κύρης. (Κωστής Παλαμάς)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαράβαλτος