μοναχοθυγατέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μοναχοθυγατέρα < μεσαιωνική ελληνική < μοναχός (μόνος) + θυγατέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μοναχοθυγατέρα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μοναχοθυγατέρα
→ δείτε τη λέξη μοναχοκόρη |