υἱός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | υἱός | οἱ | υἱοί |
γενική | τοῦ | υἱοῦ | τῶν | υἱῶν |
δοτική | τῷ | υἱῷ | τοῖς | υἱοῖς |
αιτιατική | τὸν | υἱόν | τοὺς | υἱούς |
κλητική ὦ! | υἱέ | υἱοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | υἱοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υἱός < υἱύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα*suHyús
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυἱός και υἱύς (=πρώιμος αττικός τύπος)