υιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υιός | οι | υιοί |
γενική | του | υιού | των | υιών |
αιτιατική | τον | υιό | τους | υιούς |
κλητική | υιέ | υιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική υἱός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υιός αρσενικό